Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΔΙΗΓΗΜΑ : Η ΚΑΛΗ ΧΕΡΑ



                                                Η  ΚΑΛΗ   X Ε Ρ Α


                                 Ψευδώνυμο:  ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ
 
                                                      Π  Ρ  Ο  Λ  Ο  Γ  Ο  Σ

       Το παρακάτω μυθιστόρημα που περιγράφω είναι μια πραγματική ιστορία, η οποία εξελίχτηκε  στα ιστορικά και ξακουστά Ανώγεια Μυλοποτάμου στα τέλη του 1961 με αρχές του 1962. Την ιστορία αυτή την έκανα μυθοπλασία, γιατί οι περισσότεροι πρωταγωνιστές και κομπάρσοι έχουν ήδη φύγει από τη ζωή. Θα χρησιμοποιήσω μόνο τα μικρά τους ονόματα για ευνόητους λόγους.
      Τα Ανώγεια είναι  ένα ορεινό χωριό (745 μέσο υψόμετρο)  κτισμένο στις βόρειες πλαγιές του Γέρο Ψηλορείτη. Κύριο επάγγελμα των κατοίκων ήταν ανέκαθεν η κτηνοτροφία, ακολουθούν η γεωργία και διάφορα άλλα μικρά επαγγέλματα.
     Ωσάν τους Δωριείς της Πίνδου οι βοσκοί παλεύουν μαζί με τα αιγοπρόβατα τους τα ακραία καιρικά φαινόμενα για να επιβιώσουν. Διέσχιζαν κακοτράχαλα φαράγγια, λαγκαδιές, άλλοτε κυνηγημένοι από τον εχθρό και άλλοτε  να κυνηγούν οι ίδιοι τον εχθρό. Ο ιδιόμορφος αυτός τρόπος ζωής σιγά-σιγά τους δημιούργησε ένα τραχύ χαρακτήρα, ατσαλώθηκε η ψυχή τους, απέκτησαν ελεύθερο πνεύμα, πείσμα, αυταπάρνηση, ηρωισμό, αγάπη για την ελευθερία και έγιναν ανυπόταχτοι στον εκάστοτε καταχτητή. Αποτέλεσμα τρία ολοκαυτώματα των Ανωγείων  το 1822, το 1867 από τους Τούρκους και η κορυφαία πράξη Εθνικής Αντίστασης η ολοκληρωτική καταστροφή των Ανωγείων το 1944 από τους Γερμανούς.
       Για να αποφύγουν κάθε χειμώνα τα ακραία καιρικά φαινόμενα του Ψηλορείτη και για  να γλιτώσουν  τα κοπάδια τους, τα πήγαιναν και συνεχίζουν να τα πηγαίνουν στα χειμαδιά σε διάφορα σημεία της Κρήτης. Οι μεταφορές των ποιμνίων γίνονταν με τα πόδια  που άρχιζαν από το μέσα του Νοέμβρη μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη, πριν πέσουν τα πρώτα χιόνια. Επέστρεφαν  στον Ψηλορείτη  συνήθως πριν από το Πάσχα για να  γιορτάσουν τις άγιες αυτές μέρες μαζί με τις οικογένειες τους.
      Οι μεταφορές αυτές ήταν πολύ δύσκολες, γιατί συναντούσαν στο δρόμο κακοκαιρίες παγερές  μέρες και νύχτες.  Ανάλογα με την απόσταση του χειμαδιού χρειάζονταν μέχρι και 15 μέρες να πάνε και άλλες τόσες να γυρίσουν.  Μετά το 1966 άρχισε το κράτος να επιδοτεί τη μεταφορά των προβάτων με αυτοκίνητα. Οι βοσκοί έκαναν χρήση  του μέτρου της επιδότησης με αποτέλεσμα να αποφεύγουν αυτές τις μεγάλες ταλαιπωρίες. Σήμερα γίνονται οι μετακινήσεις αυτές με τα αυτοκίνητα, φυσικά χωρίς επιδότηση και σε πολύ λίγες περιπτώσεις που τα χειμαδιά είναι κοντά από τα Ανώγεια, γίνονται όπως και παλιά με τα πόδια.
       Ο μύθος που καταγράφω αναφέρεται στη μεταφορά ενός προβατοποιμνίου με τα πόδια από τα Ανώγεια με προορισμό του « Ροβίθι το Μετόχι», που βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του όρους «Σελένα» μεταξύ των Μαλίων και της Ιεράς Μονής Σεληνάρι στα όρια των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου.

                                     Η    Κ Α Λ Η     Χ Ε Ρ Α

      Ο Μανώλης ήταν μόλις 14 ετών μαθητής της τρίτης τάξης του Γυμνασίου το 1961.΄Ακουσε τον πατέρα του  Μιχάλη  στις 23 του Δεκέμβρη, να του ανακοινώνει ότι την μεθεπόμενη των Χριστουγέννων μαζί με το θείο του τον Πέτρο θα μεταφέρουν το ποίμνιο στου «Ροβίθι το Μετόχι ή Βαθουλιά » έξω από τα Μάλια.
      Ο Μανώλης αιφνιδιάστηκε με τη δύσκολη εργασία που του ανέθετε ο πατέρας του. Αφενός ήταν μικρό παλικαράκι, και αφετέρου ο χειμώνας ήταν δύσκολος και βαρύς με κακοκαιρίες και τα πρόβατα ήταν πολλά. Περιθώρια άρνησης δεν υπήρχαν από την πλευρά του Μανώλη, γιατί ο πατέρας του ήταν δύσκολος και  αυταρχικός άνθρωπος και η εκάστοτε επιθυμία του ήταν διαταγή, που έπρεπε οπωσδήποτε να εκτελεστεί.
      Τα χρόνια εκείνα υπήρχαν πιο αυταρχικές αντιλήψεις από τους περισσότερους πατεράδες στη διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των παιδιών, που απέχει πολύ από τη σημερινή. Αν ο  Μανώλης για παράδειγμα έλεγε στον πατέρα του, ότι τον χτύπησε η δασκάλα, θα έτρωγε της χρονιάς του από πάνω με τη δικαιολογία, ότι κάποια αταξία θα έκανε στη δασκάλα ή δεν ήξερε το μάθημα.
        Παρά του ότι ο πατέρας του Μανώλη ήταν γραμματέας στο Δήμο Ανωγείων, υπήρχε μεγάλη οικονομική στενότητα στην οικογένεια και χρήματα δεν περίσσευαν  για να πληρώσει κάποιο άτομο να βοηθήσει να πάνε τα πρόβατα στο χειμαδιό. Γενικά  τα χρόνια κείνα δεν υπήρχαν δουλειές στο χωριό, τα χρήματα ήταν πολύ λίγα και πάρα πολλοί Ανωγειανοί έφευγαν ως οικονομικοί μετανάστες αναζητώντας εργασία και καλύτερη τύχη στην Αθήνα, στη Γερμανία, στο Βέλγιο και σε άλλα κράτη της Ευρώπης και Αμερικής.
     O κτηνοτρόφος της οικογένειας ήταν ο Γιώργης 19 χρόνων, ο μεγαλύτερος αδελφός του Μανώλη. Δεν ήθελε γράμματα παρά το ότι ήταν καλός μαθητής και επέμενε να γίνει βοσκός. Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να τον αποτρέψει από την απόφαση του, κατά βάθος όμως τον ήθελε βοσκό, γιατί και  αυτός αγαπούσε πολύ τα αιγοπρόβατα. Κάθε δραχμή που του περίσσευε  τη διέθετε για αγορά ζώων και στα 18 του χρόνια ο Γιώργης είχε πάνω από  διακόσια αιγοπρόβατα.
      Την  εποχή αυτή ο Γιώργης ήταν τρόφιμος των φυλακών της Νέας Αλικαρνασσού μαζί με τον πρώτο του ξάδερφο Μανώλη, γιατί είχαν διαπράξει μαζί  μια ζωοκλοπή  και έπεσαν στα δίκτυα της Χωροφυλακής.
     Η ζωοκλοπή στην Κρήτη έχει βαθιές τις ρίζες της από την εποχή της Ενετοκρατίας και διατηρήθηκε διαχρονικά από τότε ίσαμε σήμερα. Οι ορεινοί κατέβαιναν στα πεδινά και έκλεβαν τους καταχτητές για εκδίκηση. Όταν, όμως, αυτονομήθηκε η Κρήτη, οι ορεινοί συνέχιζαν να κλέβουν τους Κατωμερίτες ή Πασπαρίτες (είναι αυτοί που κατοικούν κυρίως στα πεδινά) Κρητικούς, όπως τους αποκαλούσαν. Με τον καιρό η ζωοκλοπή γενικεύτηκε μεταξύ των βοσκών για λόγους αντεκδίκησης , ενώ σήμερα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις σ΄ όλη την ορεινή Κρήτη  έχοντας πλέον και το στοιχείο της εμπορευματοποίησης.
     Οι νέοι βοσκοί για να τους υπολογίζουν και να τους σέβονται οι άλλοι βοσκοί, όφειλαν να κλέβουν  ως ένδειξη ηρωισμού, ανδρείας και παλικαριάς. Οι κοπέλες από τη μεριά τους, ήθελαν το βοσκό που θα παντρευτούν, να κλέβει, να «δαγκάνει» όπως έλεγαν, για να τον υπολογίζουν οι άλλοι, να μην του κλέβουν τα πρόβατα και οι ίδιες  και τα παιδιά τους να νιώθουν σιγουριά και ασφάλεια. Επομένως, ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στα ορεινά της Κρήτης θεωρούσε τη ζωοκλοπή σε πολλές περιπτώσεις ως κοινωνικά αποδεκτή πράξη.
      Ο Μανώλης είπε τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων με το φίλο του το Λευτέρη και εισέπραξαν γύρω στις 50 δραχμές ( Στ΄ Ανώγεια έλεγαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής). ΄Ενιωθε όμως κατά βάθος ότι δε θα περνούσε   και τόσο ευχάριστα  Χριστούγεννα, αναλογιζόμενος  τις κακουχίες, τη μοναξιά, το κρύο και την κούραση που θα περνούσε τις μέρες της μεταφοράς του ποιμνίου. Τον έπιασε μια κατήφεια, ενώ συγχρόνως κυριαρχούσαν μέσα του διάφορα δικαιολογημένα συναισθήματα και φόβοι.
       Ανήμερα των Χριστουγέννων η μητέρα του Μανώλη, η Βιργινία του έκανε λουκουμάδες, που συνήθιζαν να τους προσφέρουν στα Ανώγεια στις γιορτές. Παράλληλα, του έφτιαχνε την παραδοσιακή Ανωγειανή βούργια, μέσα στην οποία έβαζε  πολλά  ρούχα,  ταχταδένιες σταφίδες (ποικιλία σταφυλιών) και άλλα εφόδια, για να περάσει με περισσότερη άνεση τις δύσκολες μέρες που τον περίμεναν στο ταξίδι. Η μητέρα του η Βιργινία που ήταν μια ήσυχη, μειλίχια, καλοσυνάτη γυναίκα γεμάτη υπομονή βαθιά θρησκευόμενη  δεν ήθελε το κακό κανενός, αλλά δεν μπόρεσε να εκφράσει τις αντιρρήσεις στην απόφαση του συζύγου της, που ήταν νόμος για όλους. Η ίδια νήστευε όλες τις σαρακοστές και τα τετραδοπάρασκα ( Τετάρτη και Παρασκευή) μαζί με την πρωτότοκη  κόρη της Ελευθερία, η οποία ήταν νοσοκόμα στον Υγειονομικό Σταθμό Ανωγείων, που είχε ιδρυθεί το 1955.
       Νωρίς το πρωί την μεθεπόμενη των Χριστουγέννων βρέθηκαν όλοι στο πόδι για το ξεκίνημα του ποιμνίου, που ανήκε στο Γιώργη και στον Πέτρο. Όλα ήταν έτοιμα από την προηγούμενη μέρα. Τον Πέτρο και το Μανώλη ακολούθησαν μερικά άτομα για βοήθεια μέχρι να τους ξεπροβοδίσουν για το χειμαδιό. Ευτυχώς η μέρα ήταν καλή και δημιουργήθηκε στο Μανώλη μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο τελευταίος χαιρετισμός και οι ευχές των συγγενών για καλό ταξίδι έγινε στη θέση «Κυλιστός» περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από τα Ανώγεια. Δεν έπαιξαν μπαλωθιές, όπως συνηθίζονταν, τις ώρες αυτές από όλους τους βοσκούς. Ο αποχωρισμός των βοσκών από τις οικογένειες τους  κρατούσε περίπου τέσσερις μήνες και έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη στιγμή αυτή του αποχωρισμού. Στο χωριό δεν επέστρεφαν παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους.
       Ο Πέτρος ήταν τότε περίπου σαράντα χρονών παντρεμένος με τη Θεονύμφη πρώτη θεία του Μανώλη (αδελφή του πατέρα του) και είχε τρία  μικρά παιδιά  το Βασίλη, τη Μαρία και το Μανώλη. Ήταν γεωργοκτηνοτρόφος πολύ εργασιομανής, το πρωί ήταν στα πρόβατα, το μεσημέρι τον έβλεπες στις καλλιέργειες και το βράδυ ξανά στα πρόβατα. Ο τύπος του ήταν ευχάριστος, είχε σχεδόν πάντα κέφια και την ώρα που καβαλίκευε το γάιδαρο τραγουδούσε Κρητικούς σκοπούς και Ερωτόκριτο. Την εποχή εκείνη αρκετοί νέοι ήξεραν απέξω μεγάλα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, τα οποία τραγουδούσαν στις παρέες που έκαναν και στην εξοχή.
      Οι σχέσεις του Μανώλη με το θείο Πέτρο ήταν άριστες και τον σέβονταν πάρα πολύ. Πολλές φορές είχαν κάνει μαζί παρέα στον Ψηλορείτη κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, περνούσαν καλά και του έδινε χρήσιμες συμβουλές. Ταίριαζαν σε πολλά πράγματα παρά τη διαφορά της ηλικίας, ενώ ο Πέτρος δεν του χαλούσε σχεδόν ποτέ χατίρι.
      Το ποίμνιο ήταν περίπου 200 μεγάλα πρόβατα τα περισσότερα από τα οποία ήταν νερόγεννα (είχαν γεννήσει πρόσφατα) και μαζί με τα αρνάκια ξεπερνούσαν τα 350.    Πιστός σύντροφος και συνεργάτης του Πέτρου και του Μανώλη ήταν ένας δυνατός γάιδαρος που τον αποκαλούσαν «Παλιογαϊδούρα» και ανήκε στον πατέρα του Μανώλη. Φόρτωσαν σε αυτόν όλα τα εφόδια για το ταξίδι σε δυο μεγάλα τσουβάλια και τους γαμπάδες (καπότα μάλλινα πατητά που τα έβαζαν οι βοσκοί) και ό,τι άλλο τους ήταν απαραίτητο.  Πάνω στο σαμάρι είχαν κάνει μεγάλο χώρο για να βάζουν τα μικρά αρνάκια που κουράζονταν στο δρόμο.
      Η παλιογαϊδούρα είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στις μετακινήσεις του ποιμνίου, γιατί το δρομολόγιο αυτό το έκανε για πολλά χρόνια δυο φορές το χρόνο. Πήγαινε πάντα μπροστά σαν αρχηγός του ποιμνίου, ενώ πίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα. Η δουλειά που πρόσφερε  ήταν πολύτιμη.
        Το δρομολόγιο κύλισε κανονικά, μερικά αρνάκια κουράστηκαν και τα βάλανε πάνω στο σαμάρι. Λίγο πριν τη δύση του ηλίου είχαν φθάσει στη θέση  «Σκασολίβαδο» στο σπαστήρα έξω από την Τύλισο, ήταν το μέρος που θα κάνανε διανυκτέρευση. Οδήγησαν τα πρόβατα λίγο πιο πάνω στο βουνό και ξεφόρτωσαν τα εφόδια στη γέφυρα του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί στ΄  Ανώγεια.
        Κόνεψαν κάτω από τη γέφυρα, στην οποία από τη βόρεια πλευρά οι περαστικοί βοσκοί είχαν βάλει πέτρες και την είχαν κάνει  πρόχειρη κατοικία. Δεν περνούσε  μεγάλο ρέμα κάτω από τη γέφυρα και μόνο σε μεγάλη πλημμύρα κατέβαζε νερό.
      Στο ίδιο μέρος έφθασε ακόμα ένα πιο μεγάλο ποίμνιο από τα Ανώγεια με βοσκούς τα αδέλφια Σωκράτη και Αντώνη που ήταν πάνω από είκοσι ετών και συγκατοικήσανε μαζί τους. Δείπνησαν όλοι μαζί πριν από το τελευταίο φως για να βλέπουν,  το μενού ήταν παξιμάδι, ελιές, τυρί και παστές ρέγκες.
       Στο Μανώλη μάλλον άρεσε το κονάκι που θα κοιμόταν όλοι μαζί, γιατί υπήρχε προφύλαξη από το κρύο και τη βροχή. Τα δυο αδέλφια απουσίασαν για κάμποση ώρα και όταν επέστρεψαν στο κονάκι έφεραν μαζί τους πορτοκάλια και μανταρίνια για επιδόρπιο μετά το δείπνο. Περίσσεψαν μερικά και τα φύλαξαν για την επόμενη μέρα. Φόρεσαν όλοι τους γαμπάδες και έπεσαν πάνω στις στρωματιές από αστιβίδες  (αγκαθωτοί θάμνοι) που είχαν τοποθετήσει άλλοι βοσκοί και κοιμήθηκαν γλυκά μέχρι το πρωί.
      Πολύ νωρίς το πρωί σηκώθηκαν, πλύθηκαν και πήραν το πρωινό τους, που αποτελούνταν από τα ίδια τρόφιμα με το δείπνο. Φόρτωσαν τα εφόδια στην παλιογαϊδούρα που μπήκε όπως πάντα μπροστά και  πήραν το δρόμο.
     ΄Οσα αυτοκίνητα έρχονταν από το αντίθετο μέρος σταματούσαν και περνούσαν τα πρόβατα από την άκρη του δρόμου, ενώ όσα έφθαναν από πίσω τους έπρεπε ο Πέτρος ή ο Μανώλης να οδηγήσουν τα ζώα στη δεξιά μεριά του δρόμου για να περνούν τα οχήματα.
     ΄Οσο προχωρούσαν όλο και περισσότερα αρνάκια κουράζονταν και  κάθονταν στο δρόμο, έτσι αναγκαστικά τα έβαζαν στο σαμάρι. Κάποια στιγμή έφθασε να έχουν  στο σαμάρι πάνω από δέκα αρνάκια. Στις στάσεις τα κατέβαζαν, τα έπαιρναν οι μητέρες τους και τα βύζαιναν.
     Μερικές προβατίνες γεννούσαν στο δρόμο,  καθυστερούσανε κάμποση ώρα  την εκκίνηση μέχρι να σταθούν στα πόδια τους τα μικρά, να καταλάβουν τη νέα ζωή και να τα βυζάξουν οι μητέρες τους. Εάν τα αρνάκια δυσκολεύονταν στο περπάτημα η λύση ήταν το σαμάρι. Μπορούμε να πούμε, ότι το σαμάρι της παλιογαϊδούρας ήταν ένα μικρό και ασφαλές καταφύγιο για τα αρνάκια.
      Με το τελευταίο φως της ημέρας είχαν φθάσει στη θέση «Χαλέπα» των Κεφαλογιάννηδων  στη σημερινή Αγία Μαρίνα, τότε  ήταν Μετόχι και είχε ελάχιστα σπίτια. Στη διάρκεια του δείπνου ο Πέτρος ανακοίνωσε στο Μανώλη, ότι θα περνούσαν τα πρόβατα τη νύχτα μέσα από το Ηράκλειο, επειδή η κυκλοφορία  αυτοκινήτων ήταν μικρή. Ο Μανώλης δεν ήταν προετοιμασμένος για νυκτερινή πορεία και ξαγρύπνι, περίμενε να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. Δεν είπε, όμως, τίποτα στο θείο του, αλλά συγχρόνως σκέφτηκε ότι είχε δίκιο! Πως άλλωστε θα περνούσαν την ημέρα τα πρόβατα μέσα από το Ηράκλειο με τόση κίνηση οχημάτων και ανθρώπων, έτσι συμφιλιώθηκε με την απόφαση του θείου του.
      Γύρω στα μεσάνυχτα με την παλιογαϊδούρα μπροστά οδηγούσαν τα πρόβατα πάνω στη λεωφόρο των 62 Μαρτύρων. Πράγματι τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα λόγω του προχωρημένου της ώρας, οι οδηγοί έδειχναν απόλυτη κατανόηση, είχαν άλλωστε συνηθίσει να συναντούν πρόβατα στους δρόμους. Το σχέδιο του Πέτρου εφαρμόζονταν απόλυτα  χωρίς προβλήματα.
     Την ώρα που φθάνανε  στη Χανιώπορτα, ο σκοπός χωροφύλακας τους συνέστησε να  μη βάλουν τα πρόβατα από την κεντρική λεωφόρο Καλοκαιρινού, αλλά να τα πάνε από την οδό Πλαστήρα.
     Πέρασαν από το Πανάνειο Νοσοκομείο που τότε λειτουργούσε και έκαναν στάση στην Καινούρια Πόρτα στο Κομμένο Μπεντένι. Ο Πέτρος σταμάτησε δίπλα σε ένα περίπτερο και ο Μανώλης  στην απέναντι πλευρά να ξεκουραστούν. Δεν πέρασε λίγη ώρα και ο Πέτρος πλησίασε το Μανώλη και του γέμισε τις τσέπες σοκολάτες, καραμέλες και μπισκότα. Ο Μανώλης άρχισε να τρώει με μεγάλη βουλιμία, όλες αυτές τις λιχουδιές που του έδωσε ο θείος του, μέχρι που χόρτασε. Του είπε ο Πέτρος, ότι ο περιπτεράς δεν είχε κλείσει καλά το παράθυρο του περιπτέρου, χώρεσε το χέρι του μέσα και πήρε ό,τι έφτανε.
     Δεν πέρασαν, όμως, λίγα λεπτά και ο χωροφύλακας της βάρδιας που έφθασε, τους έδωσε εντολή να φύγουνε αμέσως με το ποίμνιο, γιατί θα τους προλάβει η μέρα πριν βγούνε από το Ηράκλειο.
     Ξεκίνησαν αμέσως, πέρασαν από το δεύτερο Γυμνάσιο κατηφόρισαν στην Ανάληψη και μπήκαν στη Λεωφόρο  Ικάρου με κατεύθυνση τη Νέα Αλικαρνασσό.      Νύχτα ακόμα έφθασαν στα χωράφια στη θέση «Ρουσσές» έξω από Τεχνική Σχολή Αλικαρνασσού και τη Σχολή  Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού. ΄Ολα τότε τα χωράφια στην περιοχή ήταν κενά και ακαλλιέργητα, σήμερα εκεί είναι πόλη. Είχανε αποκάνει όλοι, βοσκοί, πρόβατα και ξάπλωσαν αμέσως κάτω στο χωράφι. Δεν τους είχε πάρει καλά-καλά ο ύπνος και ο σαλπιστής της σχολής βαρούσε εγερτήριο. Ο Πέτρος άρχισε να  σιγοτραγουδά  λέγοντας: « Φαντάρο, φαντάρο που πας, πάρε την καραβάνα σου και άμε να φας…».  Μαζί με τους στρατιώτες κάνανε εγερτήριο οι βοσκοί, τα πρόβατα και η παλιογαϊδούρα.
      Το πρωινό τους ήταν πιο πλούσιο, ενισχυμένο με σοκολάτες και μπισκότα. Μπροστά τους  διαγράφονταν μια πολύ δύσκολη μέρα, γιατί ήταν κουρασμένοι και είχαν μείνει  άγρυπνοι. Οδηγώντας τα πρόβατα πάνω στην παλαιά Εθνική οδό (η καινούργια δεν υπήρχε) συνάντησαν  μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων, που προέρχονταν από το Νομό Λασιθίου και την Αμερικάνικη Βάση των Γουρνών. Δεν προλάβαιναν να κάνουν χώρο στα αυτοκίνητα να περνούν, τη μια  έτρεχαν δεξιά, την άλλη αριστερά και πίσω, έτσι έκαναν το δρόμο δυο και τρεις φορές, ευτυχώς που οι οδηγοί ήταν συνεργάσιμοι.
    Τα αρνάκια κουράστηκαν πολύ και κάθε δέκα μέτρα ξάπλωναν στο δρόμο, δεν άντεχαν τα καημένα, μόλις γεννιόταν έπρεπε να τρέχουν. Αναγκάστηκαν να κόψουν  λεπτές βίτσες από λυγαριές, να τα χτυπούνε ελαφρά στα  οπίσθια για να τρέχουν. Το σαμάρι, όμως, της παλιογαϊδούρας  γέμισε από  κουρασμένα αρνάκια. Ευτυχώς που ο Πέτρος είχε φτιάξει αυτή την πατέντα πάνω στο σαμάρι, διαφορετικά τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα.
      Τα μεσημέρια δεν έτρωγαν, ο Μανώλης κάθε πρωί έβαζε σταφίδες στην τσέπη του και όποτε αισθάνονταν πείνα έτρωγε κάμποσες. Οι σταφίδες του έδιναν δύναμη, ήταν ένα είδος ντοπαρίσματος και αποδείχτηκαν σωτήριες.
       Το ταξίδι ήταν ατέλειωτο μέχρι να φθάσουν στον επόμενο σταθμό διανυκτέρευσης στη θέση «Κοψά». Μόλις έφθασαν εκεί το σούρουπο, ήταν κατάκοποι. Οδήγησαν τα πρόβατα πάνω στο βοσκότοπο, τα οποία  αμέσως ξάπλωσαν στο έδαφος, καθώς είχαν αποκάμει και αυτά από την κούραση. Ξεφορτώσανε  την παλιογαϊδούρα, που  είχε κουραστεί πολύ από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε  στην πλάτη της για σαράντα  περίπου ώρες και κάθισαν σε ένα βραχάκι να ξαποστάσουν.
       Ο Μανώλης ρώτησε τον  θείο Πέτρο πού θα κοιμηθούν απόψε, γιατί και αυτός με τη σειρά του ένοιωθε αφάνταστα κουρασμένος και εξαντλημένος. Ο θείος του απάντησε, ότι δεν ξέρει ακόμα και απομακρύνθηκε προς τα πρόβατα
    Ο βοσκότοπος ήταν αφιλόξενος και καλύπτονταν από μικρούς βράχους με θάμνους από αστιβίδες, αγκαραθιές και φρύγανα. Κατάλυμα δεν υπήρχε στην περιοχή για να μείνουν. Οι ανησυχίες του Μανώλη ήταν έντονες, άρχισε να προβληματίζεται, γιατί δεν άντεχε άλλο, είχε κυριολεκτικά αποκάμει. Επικράτησε μέσα του το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και άρχισε να ψάχνει μια απάνεμη γωνιά ή ένα μεγάλο χαράκι να βγάλει τη βραδιά στη ρίζα του. Καθώς έψαχνε, είδε πίσω από το αντέρεισμα στην πλαγιά μέσα σε δυο τρία αλμυρίκια ένα πέτρινο παλιό κτίσμα που το χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί. Η χαρά του ήταν μεγάλη που βρήκε προσωρινό κατάλυμα,  αλλά όταν πήγε  διαπίστωσε ότι το σπιτάκι είχε να χρησιμοποιηθεί αρκετό καιρό. Ήταν, όμως, για την περίσταση τους η καλύτερη επιλογή, βρήκε στη βάγκα του Εθνικού δρόμου χαρτόκουτες, τις άπλωσε στο δάπεδο και εξασφάλισε  γιατάκι και για τους δύο.
       Μόλις είχε τελειώσει ο Μανώλης την εργασία αυτή, άκουσε τον  Πέτρο να  του λέει από μακριά, ότι θα τους φιλοξενήσουν στο σπίτι που είχαν νοικιασμένο τα αδέλφια Σωκράτης και Αντώνης, γιατί το χειμαδιό τους ήταν εκεί που σταματήσανε. Το ποίμνιό τους  αποτελούνταν από μεγαλύτερα αρνάκια που έτρεχαν με άνεση, με αποτέλεσμα να προπορεύονται πολύ  από αυτούς όλες τις μέρες. Η χαρά του Μανώλη ήταν πολύ μεγάλη, γιατί θα κοιμόντουσαν στο σπίτι, που θα τους εξασφάλιζε ζεστασιά και ασφάλεια.  
       Στο σπίτι βρήκανε και τον πατέρα των νεαρών Βασίλη, που τους καλωσόρισε  και τους πρόσταξε να καθίσουν. Συζήτησαν διάφορα θέματα και  κατέληξαν όπως πάντα στα πρόβατα, που ήταν η περιουσία τους το βιός τους. Μετά ακολούθησε το δείπνο  με τα συνηθισμένα  φαγητά, την μονοτονία των οποίων διασκέδασε λίγο χοιρινό κρέας που είχε μαγειρέψει ο σπιτονοικοκύρης. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το φαγητό ο Μανώλης και όπως ήταν εξαντλημένος έβαλε τον γαμπά  και έπεσε ξερός πάνω στη στρωματιά με τις αστιβίδες.
      Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας βρήκε το Μανώλη περισσότερο αισιόδοξο, γιατί είχε ξεκουραστεί και  απόλαυσε ένα πολύ βαρύ αλλά γλυκό ύπνο. Η μέρα που ξημέρωσε, ήταν μουντή, αλλά δε φαίνονταν ότι θα έπεφτε βροχή, άρα ο καιρός ήταν σύμμαχος τους. Πλύθηκαν και πήραν το συνηθισμένο πρωινό τους.
      Μόλις ετοίμασαν το καραβάνι χαιρέτησαν τους φίλους και βάλανε μπροστά το δρόμο για τέταρτη μέρα. Η κυκλοφορία μέχρι την Αμερικάνικη Βάση στις Γούρνες ήταν πυκνή, μόλις πέρασαν τη βάση άρχισε να αραιώνει αισθητά.
     Οι αγροφύλακες που συναντούσανε στο δρόμο, ήταν φιλικοί μαζί τους,  τους συνόδευαν κάμποση ώρα, τους υποδείκνυαν σε ποια χωράφια θα σταματούν τα πρόβατα και τέλος τους εύχονταν καλό ταξίδι. ΄Ετσι,  γίνονταν με όλα τα ποίμνια που περνούσαν για να πάνε στα χειμαδιά.
      Το απόγευμα περνούσαν από το λιμάνι της Χερσονήσου που τότε ήταν ένα μικρό χωριό, με δύο ή τρία καφενεία και ισάριθμα μπακάλικα (παντοπωλεία). Δεν υπήρχαν καθόλου  τουριστικές υποδομές ξενοδοχεία ή καταστήματα. Κάποιος κύριος βγήκε από ένα καφενείο και έκανε σύσταση του Πέτρου να προσέχουν να μην προξενήσουν ζημιές. Πιο πέρα ρώτησε ο Μανώλης το θείο του, ποιος ήταν αυτός  που του έκανε συστάσεις και του είπε ο Αγρονόμος της περιοχής.
      Το σούρουπο  περνούσαν από το εργοστάσιο τούβλων του ΜΕΤΑΞΑ  και λίγο πιο πέρα οδήγησαν τα πρόβατα στο βοσκότοπο που ήταν στο ενδιάμεσο του δρόμου και της θάλασσας. Ο βοσκότοπος καλύπτονταν από μικρούς θάμνους αγκαραθιές, αστιβίδες, φρύγανα και σκίνους, οι οποίοι έκαναν κάπως ελκυστικό το άγονο τοπίο. Κτίσματα στην περιοχή δεν υπήρχαν. Ξεφόρτωσαν τα εφόδια από την παλιογαϊδούρα και την έδεσαν πιο πέρα σε ένα χωράφι για να βοσκήσει. Σήμερα ολόκληρη η περιοχή από τη Χερσόνησο μέχρι τα Μάλια είναι κτισμένη με ξενοδοχεία, βίλες, ταβέρνες και σπίτια. Δεν θυμίζει σχεδόν τίποτα από το παρελθόν.
      Τα πρόβατα ξάπλωσαν στο έδαφος και άρχισαν να  αναχαράζουν, ενώ πολλά αρνάκια βύζαιναν τις μανάδες τους. Ο Πέτρος και ο Μανώλης κάθισαν στο πρανές της ασφάλτου, έβγαλαν τις συνηθισμένες προμήθειες και άρχισαν να δειπνούν, στο τέλος ο Μανώλης έφαγε και την τελευταία σοκολάτα που του είχε απομείνει. Βρέθηκαν μόνοι τους στην ύπαιθρο παραμονή της Πρωτοχρονιάς με κρύο, χωρίς ζεστασιά και οικογενειακή θαλπωρή.
    Ο Μανώλης αισθάνονταν άβολα και στην ψυχή του κυριαρχούσε η μοναξιά και η νοσταλγία, αλλά δεν είπε τίποτα στο θείο του. Οι γιορτινές μέρες είναι μέρες χαράς, θαλπωρής και ζεστασιάς και τα παιδιά κυρίως νιώθουν ασφάλεια μόνο στο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον. Θυμήθηκε την αντίστοιχη παραμονή της Πρωτοχρονιάς   πριν ένα χρόνο, που βγήκε στα κάλαντα με το φίλο του τον Ανδρέα και είχαν εισπράξει πάνω από 40 δραχμές. ΄Υστερα  αναπόλησε το πλούσιο  τραπέζι  από το οποίο δεν έλειπε τίποτα στο σπίτι του γιατρού Νικολή, που είχε καλέσει την αδελφή του Ελευθερία και τον είχε πάρει μαζί της. Θυμήθηκε τα χαρτιά που έπαιξαν για το καλό του χρόνου, έπαιξε ο ίδιος και είχε κερδίσει στην τριανταμία  είκοσι δραχμές. Τέλος λιγουρεύτηκε  τη γευστικότατη  βασιλόπιτα που έφαγε τότε για πρώτη φορά στην αλλαγή του χρόνου. Αναμνήσεις έντονες από γεύσεις, έθιμα και ανθρώπους. ΄Υστερα άρχισε μέσα του να τραγουδά   «Πάει ο παλιός ο χρόνος …».
      Ο Πέτρος πρόσεξε ότι ο Μανώλης ήταν αφηρημένος, για κάμποση ώρα, δεν μιλούσε και τον ρώτησε  αν έχει τίποτα. «΄Οχι του απάντησε ο  Μανώλης είμαι πολύ καλά». Από τη μεριά του ο Πέτρος φαίνονταν ευδιάθετος παρά το ότι ήταν μακριά από τη σύζυγο και τα παιδιά του τέτοια βραδιά. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει ο Μανώλης την ευθυμία αυτή που είχε ο θείος του. Συζήτησαν διάφορα θέματα κυρίως για την πρωτοχρονιάτικη αυριανή τους πορεία και όπως του είπε ο θείος, το απόγευμα θα έφταναν στου «Ροβίθι το Μετόχι». Για το Μανώλη είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, που θα γλίτωνε από το μαρτύριο που περνούσε.
       Από νωρίς το απόγευμα μαύρα σύννεφα  έρχονταν χαμηλωμένα από το βορά και προμήνυαν ότι θα είχανε νυχτοβρόχι. Κάποια στιγμή φόρεσαν τους γαμπάδες, είπαν καλή νύχτα και έπεσαν για ύπνο ο ένας δίπλα στον άλλο. Είχαν ως στρώμα το έδαφος, σκέπη τον έναστρο ουρανό και αποκοιμήθηκαν.
       Οι δυνατές σταγόνες της βροχής άρχισαν να δροσίζουν το πρόσωπο του Μανώλη, ο οποίος ξύπνησε, πήρε από δίπλα του την ομπρέλα και την άνοιξε να μη βραχεί. Είδε, ότι ο Πέτρος είχε γίνει άφαντος, δίπλα του υπήρχε μόνο ο γαμπάς του. Ο Μανώλης δεν αιφνιδιάστικε καθόλου, έβγαλε  το συμπέρασμα, ότι ο θείος του πήγε στα Μάλια να παίξει χαρτιά και ζάρια. Ήταν άνθρωπος του τζόγου και δεν θα μπορούσε μια τέτοια βραδιά να απουσιάσει από τα τυχερά παιχνίδια.
     Στα Μάλια ήταν τότε γνωστό, ότι έπαιζαν πολύ ζάρι και χαρτοπαίγνια όλο το χρόνο. ΄Ετσι συνέρρεαν εκεί παίχτες από το Ηράκλειο και από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, για να δοκιμάσουν την τύχη τους στην αλλαγή του χρόνου.
     Ο Μανώλης έπρεπε να προστατέψει τα εφόδια που ήταν μέσα στα δυο τσουβάλια.  ΄Εβαλε πέτρες κάτω στο γεφυράκι του δρόμου, γιατί έτρεχε λίγο νερό, πήρε τα τσουβάλια και τα τοποθέτησε πάνω στις πέτρες για να μη βραχούν. Δεν ήξερε καθόλου τι ώρα ήταν, γιατί ρολόι δεν είχε, τα πρόβατα όμως σάλεψαν (σηκώνονται πάντα κοντά στα μεσάνυχτα για να βοσκήσουν) και υπολόγισε ότι ήταν περίπου μεσάνυχτα. Έκανε βόλτες πάνω στην άσφαλτο και δεν άφηνε τα πρόβατα να φύγουν. Η βροχή έπεφτε ρυθμικά πάνω στη μεγάλη ομπρέλα που κρατούσε και ήταν η μουσική της βραδιάς του, αφού δεν είχε άλλο καλύτερο να ακούσει. Τα πρόβατα  βόσκησαν αρκετά  και μετά ξάπλωσαν πάλι στο έδαφος να συνεχίσουν τον ύπνο τους.
      Τότε ο Μανώλης σκέφτηκε να πάει  και αυτός για ύπνο κάτω στο γεφυράκι.  Ξάπλωσε με τον γαμπά του  πάνω στα τσουβάλια με τις προμήθειες και βολεύτηκε πολύ καλά. Δεν πέρασε  όμως αρκετή ώρα και κατάλαβε, ότι γίνονταν ισχυρό ρεύμα ψυχρού αέρα μεταξύ του βουνού  της γέφυρας και της θάλασσας. Είχε παγώσει ολόκληρος, δεν άντεξε άλλο και προτίμησε την ύπαιθρο με τη βροχή  και τις  βόλτες στο δρόμο.
      Ενώ βολτάριζε  στο δρόμο την παγερή και βροχερή αυτή βραδιά έκανε μύριες σκέψεις, τι άλλο θα έκανε άλλωστε τέτοιες ώρες. Μεταξύ των άλλων σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν μοναδική η περίπτωση του στην Ελλάδα, γιατί τέτοιες χρονιάρες μέρες όλοι συνήθως βρίσκονται με τις οικογένειες τους, να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο και να περάσουν ήρεμα ζεστά και οικογενειακά. Αφού έφερε στο μυαλό του πολλά και διάφορα, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι θα του μείνει αξέχαστη σε όλη του τη ζωή η  περιπετειώδης  αυτή παραμονή  της πρωτοχρονιάς.
     Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, ενώ ούτε ένα αυτοκίνητο δεν είχε περάσει τόσες ώρες, αλλά που να πήγαινε τέτοια βραδιά αναρωτήθηκε ο Μανώλης. Οι ώρες ήταν ατέλειωτες λες και είχε σταματήσει ο χρόνος στο σημείο αυτό και δεν προχωρούσε.
     Λίγο πριν από το λυκαυγές βαρέθηκε φαίνεται η βροχή και σταμάτησε, ενώ οι πρώτες αχτίδες του κοσμογυριστή ήλιου φάνηκαν στην ανατολή. Τα πρόβατα σηκώθηκαν, άρχισαν να θηλάζουν τα αρνάκια  και στη συνέχεια άρχισαν να βόσκουν στο χορτάρι. Από απέναντι η παλιογαϊδούρα κοίταξε κατάματα το Μανώλη σαν να τον ρωτούσε :  «Καημένε  Μανώλη και πώς την έβγαλες απόψε τη βραδιά;».
      Εκείνη τη στιγμή  σταμάτησε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο και κατέβηκε ο Πέτρος. Καλημέρισε το Μανώλη του ευχήθηκε χρόνια πολλά με υγεία και ο Μανώλης του ανταπέδωσε τις ευχές. ΄Αρχισε αμέσως να δικαιολογείται για την αυθαίρετη ολονύχτια απουσία του λέγοντας, ότι δεν του είπε τίποτα, γιατί νόμιζε, ότι θα φοβόταν και ο ίδιος κατέληξε ότι ήθελε να πάει οπωσδήποτε να παίξει ζάρια λόγω της βραδιάς. O Mανώλης διαβεβαίωσε το θείο του, ότι δε φοβήθηκε καθόλου και αν του το έλεγε χθες βράδυ, θα ήταν πιο ήσυχος. Τότε έβγαλε από την τσέπη του 50 δραχμές και του έκανε την  ΚΑΛΗ ΤΟΥ ΧΕΡΑ  είχε κερδίσει αρκετά χρήματα, ο Αϊ Βασίλης του έφερε γούρι.
      Πήραν το πρωινό τους χαλαρά και το καραβάνι ξεκίνησε με μπροστάρι την παλιογαϊδούρα για τον τελικό προορισμό τους. Η έλλειψη αυτοκινήτων διευκόλυνε τη μεταφορά των ζώων και ήταν η πιο  εύκολη πορεία των ημερών.
     Αφήσαν πίσω τους την Σταλίδα που ήταν λίγα σπίτια δεξιά και αριστερά του δρόμου και το μεσημέρι περνούσαν τον κεντρικό δρόμο των Μαλίων. Οι νέοι και οι νέες ήσαν ντυμένοι με τα σκολιανά τους και έκαναν βόλτες στο δρόμο, ένα είδος νυφοπάζαρου. Τα Μάλια ήταν ένα μεγάλο πλούσιο κεφαλοχώρι και τα κύρια προϊόντα που παρήγαγε ήταν, οι Μαλιώτικες πατάτες, το λάδι και οι μπανάνες,  Τους κοίταζαν όλοι με απορία, για το πώς μια τέτοια χρονιάρα μέρα βρέθηκαν στο δρόμο οι βοσκοί με τα πρόβατα. Τουριστικά μαγαζιά ή ξενοδοχεία δεν υπήρχαν τότε στην περιοχή.
      Το απόγευμα βρίσκονταν πλέον πολύ κοντά στου «Ροβίθι το Μετόχι ή Βαθουλιά», ο Μανώλης πήρε αέρα και δυνάμεις, αφού σε λίγο τέλειωναν τα βάσανα του. Από τη θέση «Ντάλμαρο» έβαλαν τα πρόβατα σε ένα αγροτικό δρόμο, τα οποία γνώρισαν το μέρος και έτρεχαν μόνα τους. Οι βοσκοί που ήταν στο χειμαδιό κατηφόρισαν, πήγαν να τους προϋπαντήσουν και να τους βοηθήσουν, άλλωστε  υπολόγιζαν την ώρα της άφιξης τους. Χαιρετιστήκανε, φιληθήκανε με ευχές για καλή χρονιά  σε όλους με υγεία και χαρά.
     Στις βόρειες υπώρειες του όρους «Σελένα»  στην άκρη σε ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, υπήρχε ένα πέτρινο σπιτάκι,  σκεπασμένο με δώμα από λεπίδα, το οποίο χρησιμοποιούσε  για τις ανάγκες του παλιά ο ιδιοκτήτης του μετοχιού. Το νερό της βροχής από το δώμα  έπεφτε θολό  σε μια στέρνα, η οποία ήταν ξεσκέπαστη. Οι βοσκοί έπιναν το θολό νερό της στέρνας και έκαναν τις λάτρες τους. Ο Μανώλης παρατήρησε ότι μέσα στο νερό κολυμπούσαν ζωντανοί μικροοργανισμοί, έτσι όπως το έβλεπε του προκαλούσε αηδία  και ήταν έτοιμος να κάμει εμετό.  Το κονάκι μέσα  ήταν κατάμαυρο από τους καπνούς του τζακιού και στη μέσα μεριά είχαν στρώσει αστιβίδες, πάνω στις οποίες  κοιμόντουσαν με τον γαμπά.  Αυτό ήταν το κονάκι, η «βίλα» των βοσκών που ζούσαν για περίπου τέσσερις μήνες το χειμώνα. Οι διαπιστώσεις που έκανε ο Μανώλης για τις πρωτόγονες  συνθήκες που επικρατούσαν στο κατάλυμα των βοσκών,  τον έκαναν να αναλογιστεί πολύ παλιές εποχές, ίσως την εποχή των «μετάλλων».
       Δυτικά του βοσκότοπου στη θέση «Κουτράλι» υπήρχε ένα αδιαπέραστο πρινόδασος, νότια υψώνονταν επιβλητικά οι κορφές  της Σελένας με το μεγαλύτερο αζιλακόδασος στην Κρήτη, ανατολικά υπήρχε πρινόδασος με χαρουπιές και αγρουλίδες, ενώ από τη μεριά του βορά τα κτήματα ήταν καλλιεργήσιμα με σπαρτά και ελαιόδεντρα. Η όλη γύρω περιοχή ήταν ένα γραφικό τοπίο, που δημιουργούσε  το ενδιαφέρον και μαγνήτιζε τον κάθε περαστικό διαβάτη. Ο Μανώλης ξεκαθάρισε στους βοσκούς, ότι δεν μπορεί να πιει  από αυτό το βρώμικο νερό που ήταν μόνο για ζώα και ζήτησε  επίμονα να του φέρουν πόσιμο καθαρό νερό,  διαφορετικά το πρωί θα έφευγε για το χωριό του. Η ενέργεια  του αυτή  μαρτυρά το δυναμικό χαρακτήρα του και την παρρησία που τον διέκρινε. Η άρνησή του να πιεί από το μολυσμένο νερό, είναι απόρροια αφενός του ατσάλινου χαρακτήρα του και αφετέρου αποτέλεσμα της γυμνασιακής μόρφωσης που ως τότε είχε λάβει. Κατανοούμε λοιπόν ότι το σχολείο ανέκαθεν πρόσφερε πέραν της πνευματικής καλλιέργειας και τις απαραίτητες δεξιότητες και ικανότητες για να μπορέσει ο νέος άνθρωπος να ανταποκριθεί αρκούντως στις ανάγκες της καθημερινότητας. Οι βοσκοί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να τον πείσουν και δέχτηκαν να ικανοποιήσουν το δίκαιο ομολογουμένως αίτημα του. Τότε έστειλαν στα Μάλια  με το γάιδαρο το βοσκό Μιχάλη από την Αξό  και έφερε δυο μεγάλες κανίστρες με καθαρό νερό. ΄Εκτοτε και οι ίδιοι για δική τους ασφάλεια έπιναν καθαρό νερό που το μετέφεραν από τα Μάλια.

    Το δείπνο μετά από τόσες μέρες ήταν «βασιλικό». Είχαν σφάξει ένα πρόβατο, το έκαναν βραστό με πιλάφι και το έφαγαν όλο με μεγάλη βουλιμία. Περάσανε μια ευχάριστη ας πούμε οικογενειακή-κτηνοτροφική βραδιά, κάνοντας διάφορες συζητήσεις πάνω στη μεταφορά του ποιμνίου και τις δυσκολίες που πέρασαν. Ο Μανώλης κοιμήθηκε βαριά χωρίς έγνοιες, γιατί είχε να κοιμηθεί δυο μέρες.
     Οι βοσκοί είχαν πάντα για πρωινό μαγειρευμένο φαγητό, έτρωγαν και στη συνέχεια πήγαιναν ολημερίς τα πρόβατα για βοσκή. Το βράδυ που επέστρεφαν μαγείρευαν νέο φαγητό, δειπνούσαν, βεγγέριζαν για λίγο και έπεφταν για ύπνο. Τη νύχτα κάποιος από τους βοσκούς την ώρα του σαλεμού των προβάτων πήγαινε κοντά τους και τα φύλαγε να μη φύγουν και προξενήσουν ζημιές στις καλλιέργειες.
      Τα βασικά φαγητά που έτρωγαν, ήταν κουκιά ξερά, ξυνόχοντρος με πατάτες γιαχνί, φασόλες ξερές, φακές, γάλα, σταφιδολιές και κάπου- κάπου κρέας. Αντί για ψωμί  έτρωγαν παξιμάδι που τους το έστελναν από το χωριό σε μεγάλες ποσότητες.
     Ο Μανώλης τέσσερις μέρες που έμεινε στο χειμαδιό πέρασε σχετικά καλά, δεν τον έβαζαν να κάνει δύσκολες δουλειές, γιατί τον θεωρούσαν μουσαφίρη (φιλοξενούμενο).
      Η ημέρα της επιστροφής για το Μανώλη έφθασε μετά τη δεκαήμερη παραμονή τους στο δρόμο και στο χειμαδιό. ΄Επρεπε να πάει στο χωριό, γιατί το Γυμνάσιο θα άνοιγε, οι «διακοπές» του τέλειωσαν. Το πρωί  έβαλε τα σχολιανά  του ρούχα, που του είχε βάλει στη βούργια η μητέρα του Βιργινία, κατέβηκε  με τα πόδια στα Μάλια, πήρε το λεωφορείο  και έφθασε  στο Ηράκλειο.
      Ο πατέρας του πέρα από τα εισιτήρια, τον είχε εφοδιάσει με ένα καλό χαρτζιλίκι για τα διάφορα άλλα  του έξοδα.  Αποφάσισε  να κάνει  τουρισμό, γύρναγε από εδώ και από εκεί χαζεύοντας στις βιτρίνες και στα αξιοθέατα του Ηρακλείου. Τον εντυπωσίασαν τα μουλάρια στους δρόμους που έσερναν κάρα φορτωμένα με διάφορα προϊόντα και εμπορεύματα Το μεσημέρι έφαγε πλούσια σε ένα εστιατόριο και  μετά πήγε στη Χανιώπορτα, να πάρει το λεωφορείο για τα Ανώγεια..
       Στην πλατεία στο χώρο των λεωφορείων  είδε ένα κύριο γύρω στα τριάντα να παίζει τον παπά με τρεις δακτυλήθρες.  Φώναζε όποιος βρει το σφουγγαράκι κάτω από τη δακτυλήθρα  κερδίζει 50 δραχμές. ΄Εκανε πως κοίταζε αλλού και ένας άλλος μεσόκοπος σήκωνε τη δακτυλήθρα και βλέπανε το σφουγγαράκι. Ο μεσόκοπος φώναζε: «Πάει κύριε η βέρα μου, γιατί δεν κρατάω χρήματα» και ο παπατζής απαντούσε: «Όχι, κύριε, μόνο χρήματα παίρνω». Ο Μανώλης δελεάστηκε και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του. Ποντάρει το πρώτο πενηντάρικο, το χάνει, ποντάρει το δεύτερο  το χάνει  και αυτό, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.  Ένα τρίτο άτομο φωνάζει από μακριά: «Αστυνομία!!!!!!» και  όλοι τρεχάτοι εξαφανίστηκαν πίσω από τα λεωφορεία. Τότε κατάλαβε ο Μανώλης το στημένο κόλπο. Και είπε: «΄Επαιξα  και έχασα».  Του είχαν μείνει ακόμα λίγα χρήματα και πήρε το λεωφορείο για το χωριό.
       Στο χωριό τον υποδέχτηκαν όλοι σαν ήρωα και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως γιατί πίστευαν ότι δεν θα τα κατάφερνε σ΄ αυτό το δύσκολο χειμωνιάτικο ταξίδι. Αν πίστευαν αυτό, μάλλον διαψεύστηκαν, γιατί ο Μανώλης από  μικρός  είχε μεγαλώσει στα Ανώγεια σε ένα ορεινό χωριό μέσα στις κακουχίες και στις αντίξοες καιρικές συνθήκες του Ψηλορείτη. Είχε διαμορφώσει ένα σκληρό χαρακτήρα και ένα γυμνασμένο σώμα που θα άντεχε σε πολύ δύσκολες καιρικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.-
  
                                         10  Μαρτίου 2012.
       
                                                       
                           MANOΛΗΣ  ΜΙΧ. ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ

  Το παραπάνω διήγημα πήρε το Β΄Βραβείο στον 4ο Παγκόσμιο διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Ελληνικός Πολιτιστικός ΄Ομιλος Κυπρίων Ελλάδας. Η απονομή των βραβείων έγινε από τον Πρέσβη της Κύπρου κ. Ιωσήφ Ιωσήφ στις 22-2-2013 στην Κυπριακή Πρεσβεία ( Σπίτι της Κύπρου) . Υπήρξαν 270 συμμετοχές. Ο Ορειβατικός Σύλλογος Μοιρών απένειμε στο συγγραφέα για την παραπάνω βράβευση τιμητικό δίπλωμα στις 24-2-2013.
Σύντομος λόγος

Με τον πρέσβη της Κύπρου  Ιωσήφ Ιωσήφ

Με τη σύζυγο και την εγγονή Στέλλα.
                      
Με το πρέσβη τη Στέλλα και τον Παχάκη

Με τον έπαινο

Με το Ηρακλή Ζαχαριάδη Πρόεδρο του Συλλόγου
                   
    
Κατά την απονομή διπλώματος από τον Ορειβατικό Μοιρών

Η απονομή έγινε από τη Δήμαρχο Φαιστού Μαρία Πετρακογιώργη

Ευχαριστίες για την απονομή




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου